Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2012

Ενθαρρυντικά αποτελέσματα από τη χορήγηση ουσίας για την πολλαπλή σκλήρυνση

Όπως ανακοινώθηκε πρόσφατα, παρατηρήθηκε σημαντική αποτελεσματικότητα της ουσίας alemtuzumab έναντι της ιντερφερόνης βήτα - 1α σε ασθενείς με πολλαπλή σκλήρυνση. Τα αποτελέσματα αφορούν στον αριθμό των υποτροπών και στην εξέλιξη της αναπηρίας, σε ασθενείς που είχαν λάβει προηγούμενη θεραπεία για την ΠΣ.


Το ποσοστό υποτροπής και η προοδευτική εξέλιξη της αναπηρίας (SAD, sustained accumulation of disability) μειώθηκαν σημαντικά σε ασθενείς με πολλαπλή σκλήρυνση που έλαβαν alemtuzumab σε σύγκριση με τους ασθενείς που έλαβαν υποδόρια ιντερφερόνη βήτα - 1α 44 mcg. Τα αποτελέσματα για τα δύο αυτά πρωτεύοντα καταληκτικά σημεία ήταν υψηλής στατιστικής σημαντικότητας.

Η CARE-MS II είναι η τυχαιοποιημένη κλινική μελέτη Φάσης ΙΙΙ που συνέκρινε το υπό έρευνα φάρμακο alemtuzumab με την ιντερφερόνη βήτα - 1α σε ασθενείς με υποτροπιάζουσα-διαλείπουσα πολλαπλή σκλήρυνση (RRMS, Relapsing-Remitting Multiple Sclerosis). Για να ενταχθούν στην μελέτη, οι ασθενείς έπρεπε να είχαν βιώσει μία υποτροπή, ενώ ήταν υπό αγωγή με κάποια άλλη θεραπεία. Η Genzyme αναπτύσσει το Alemtuzumab στην ΠΣ σε συνεργασία με την Bayer HealthCare.

Η ανώτερη αποτελεσματικότητα του alemtuzumab, ειδικά στο κομμάτι της επιβράδυνσης της αναπηρίας, είναι πολλά υποσχόμενη αφού πρόκειται για μία μελέτη άμεσα συγκριτική με υψηλής δόσης υποδόρια ιντερφερόνη βήτα - 1α.
Σε αυτήν την τυχαιοποιημένη μελέτη που συμπεριέλαβε 840 ασθενείς, παρατηρήθηκε 49% μείωση του ποσοστού υποτροπής στους ασθενείς που έλαβαν alemtuzumab 12 mg συγκριτικά με εκείνους που έλαβαν ιντερφερόνη βήτα-1α στα δύο χρόνια της μελέτης (p<0.0001). Σημαντικό εύρημα είναι επίσης η μείωση του κινδύνου της προοδευτικής εξέλιξης της αναπηρίας κατά 42%, όπως μετρήθηκε με την κλίμακα αναπηρίας EDSS (Expanded Disability Status Scale) (p=0.0084). Βέβαια η ανάλυση του συνόλου των δεδομένων της CARE-MS II είναι σε εξέλιξη οπότε τα αποτελέσματά της θα παρουσιαστούν σε προσεχές επιστημονικό συνέδριο.

Η CARE-MS II είναι το αποκορύφωμα πολλών ετών κλινικής και εργαστηριακής έρευνας που στόχευε στο να καταδείξει τη δυναμική του alemtuzumab ως μία υψηλής αποτελεσματικότητας θεραπεία για την ΠΣ και στο να κατανοήσουμε τους μηχανισμούς που εμπλέκονται στην πολύπλοκη φυσική ιστορία της νόσου, δήλωσε ο Καθηγητής Alastair Compston , Πρόεδρος της Επιστημονικής Επιτροπής (Steering Committee) που επιτηρεί τη μελέτη και Επικεφαλής του Τμήματος Κλινικών Νευροεπιστημών του Πανεπιστημίου του Cambridge, Ηνωμένο Βασίλειο. Στο σύνολό τους, τα δεδομένα των κλινικών μελετών Φάσης ΙΙ και ΙΙΙ, απεικονίζουν την πολλά υποσχόμενη θεραπευτική παρέμβαση με το alemtuzumab το οποίο μπορεί να αλλάξει την κλινική εικόνα και τη φυσική πορεία της νόσου σε ασθενείς με υποτροπιάζουσα ΠΣ.

Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να επιστήσουμε την προσοχή στο γεγονός ότι η μελέτη CARE-MS II συνέκρινε την αγωγή με alemtuzumab 12 mg ( χορηγείται ενδοφλέβια για 5 συνεχείς ημέρες μια φορά το χρόνο), με την αγωγή με ιντερφερόνη βήτα-1α 44 mcg (χορηγείται 3 φορές την εβδομάδα υποδόρια συνεχώς) για τα 2 χρόνια της μελέτης.

Η ανώτερη αποτελεσματικότητα του alemtuzumab, ειδικά η επιβράδυνση της αναπηρίας, είναι πολλά υποσχόμενη αφού πρόκειται για μία μελέτη άμεσα συγκριτική με υψηλής δόσης υποδόρια ιντερφερόνη βήτα - 1α, δήλωσε ο Δρ . Jeffrey Cohen , Καθηγητής Ιατρικής (Νευρολογίας) στο Cleveland Clinic Lerner College of Medicine, Διευθυντής του τμήματος Experimenta Therapeutics στο Mellen Center for MS Treatment and Research και μέλος της Επιστημονικής Επιτροπής που επιτηρεί τη διεξαγωγή της μελέτης. Αυτά τα αποτελέσματα υποδεικνύουν τη δυναμική που έχει το alemtuzumab να αποτελέσει μία νέα και αποτελεσματική θεραπευτική επιλογή για τους ασθενείς με ΠΣ.

Το προφίλ ασφαλείας που παρατηρήθηκε στη μελέτη ήταν σύμφωνο με προηγούμενη χρήση του alemtuzumab στην ΠΣ και οι ανεπιθύμητες ενέργειες ήταν και πάλι διαχειρίσιμες.

Οι πιο συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες που σχετίστηκαν με το alemtuzumab στη μελέτη CARE-MS II ήταν αντιδράσεις σχετιζόμενες με την έγχυση, των οποίων τα συμπτώματα συνήθως περιελάμβαναν κεφαλαλγία, εξάνθημα, κνίδωση, πυρετό, κνησμό, αϋπνία και κόπωση.

Οι λοιμώξεις ήταν συχνές και στις δύο ομάδες, με μεγαλύτερη επίπτωση στην ομάδα του alemtuzumab. Οι πιο συχνές λοιμώξεις στους ασθενείς που λάμβαναν alemtuzumab περιελάμβαναν λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού και του ουροποιητικού συστήματος, ιγμορίτιδα και λοιμώξεις απλού έρπητα (herpes simplex). Οι λοιμώξεις ήταν κατά κύριο λόγο ήπιες έως μέτριες σε σοβαρότητα και δεν υπήρξαν σχετιζόμενες-με-τη-θεραπεία λοιμώξεις που να ήταν απειλητικές για την ζωή ή θανατηφόρες.

Περίπου το 16% των ασθενών που έλαβαν alemtuzumab ανέπτυξαν διαταραχή θυρεοειδικής λειτουργίας (αυτοάνοσης αρχής) και περίπου το 1% ανέπτυξε αυτοάνοση θρομβοπενία στη διάρκεια των δύο ετών που διήρκησε η μελέτη.

Αυτά τα περιστατικά ανιχνεύθηκαν νωρίς μέσω ενός προγράμματος τακτικής παρακολούθησης και αντιμετωπίστηκαν με τις συμβατικές θεραπείες. Η τακτική παρακολούθηση των ασθενών για αυτοάνοσες κυτταροπενίες και θυρεοειδικές ή νεφρικές διαταραχές περιλαμβάνεται σε όλες τις μελέτες που χορηγεί η Genzyme (Genzyme-sponsored trials) για τη μελέτη του alemtuzumab ως θεραπεία για την ΠΣ.

Είμαστε πολύ ικανοποιημένοι από τα αποτελέσματα της μελέτης CARE-MS II τα οποία είναι πρωτοφανή, δήλωσε ο David Meeker , M.D., Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος (CEO, Chief Executive Officer) της Genzyme. Πιστεύουμε ότι το alemtuzumab, με την εντυπωσιακή του αποτελεσματικότητα, το καινοτόμο δοσολογικό του σχήμα και το διαχειρίσιμο προφίλ ασφαλείας, θα μπορούσε να συμβάλει πολύ σημαντικά στο πεδίο της ΠΣ, όπου υπάρχει ακόμα σημαντικό θεραπευτικό κενό για πολλούς ασθενείς. Βάσει αυτών των θετικών αποτελεσμάτων, ακολουθούμε το πλάνο κατάθεσης για αξιολόγηση του alemtuzumab στις Αμερικάνικες και Ευρωπαϊκές ρυθμιστικές αρχές το πρώτο τρίμηνο του 2012.

Οι Αμερικάνικες ρυθμιστικές αρχές (FDA, Food and Drug Administration) έχουν επισπεύσει τη διαδικασία για την έκδοση άδειας κυκλοφορίας του alemtuzumab. Το πρόγραμμα της επισπευσμένης διαδικασίας έκδοσης αδείας του FDA έχει σχεδιαστεί για να επισπεύδει την αξιολόγηση νέων φαρμάκων που προορίζονται για τη θεραπεία σοβαρών ή απειλητικών για την ζωή καταστάσεων και που αποδεικνύουν ότι μπορούν δυνητικά να καλύψουν θεραπευτικά κενά. Υπό αυτόν τον χαρακτηρισμό, το alemtuzumab για την ΠΣ είναι κατάλληλο για αξιολόγηση κατά προτεραιότητα.

Αφού δεν έχει ακόμα εγκριθεί για την αντιμετώπιση της ΠΣ, το alemtuzumab δεν πρέπει να χρησιμοποιείται σε ασθενείς με ΠΣ εκτός του πλαισίου μίας επίσημης, ελεγχόμενης κλινικής μελέτης στην οποία υπάρχουν όλα τα απαραίτητα μέτρα τακτικής παρακολούθησης των ασθενών.

Σχετικά με την Μελέτη CARE-MS II

Η μελέτη CARE-MS II (The Comparison of Alemtuzumab and Rebif Efficacy in Multiple Sclerosis) σχεδιάστηκε για να αξιολογήσει εάν η υπό έρευνα θεραπεία για την ΠΣ alemtuzumab μπορεί να πετύχει ουσιαστικές βελτιώσεις στην αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια σε σύγκριση με την εγκεκριμένη ιντερφερόνη βήτα-1α που αποτελεί καθιερωμένη θεραπεία στην υποτροπιάζουσα ΠΣ.

Η CARE-MS II ήταν μία διεθνής, τυχαιοποιημένη κλινική μελέτη Φάσης ΙΙΙ που συνέκρινε την αγωγή με alemtuzumab έναντι της αγωγής με υποδόρια ιντερφερόνη βήτα-1α (44 mcg χορηγούμενα ως ένεση 3 φορές την εβδομάδα) σε 840 ασθενείς που υποτροπίασαν παρότι είχαν λάβει προηγούμενη αγωγή για την ΠΣ. Οι ασθενείς που εντάχθηκαν στη μελέτη έπρεπε να έχουν βιώσει τουλάχιστον δύο υποτροπές μέσα στα δύο προηγούμενα έτη πριν ενταχθούν στη μελέτη, με τουλάχιστον τη μία από αυτές να έχει προκύψει μέσα σε ένα έτος πριν από την ένταξή τους και τουλάχιστον τη μία να έχει προκύψει ενώ ήταν υπό αγωγή με κάποια θεραπεία για την ΠΣ.

Η μελέτη CARE-MS II είχε δύο πρωτεύοντα καταληκτικά σημεία: τη μείωση του ποσοστού υποτροπών και την παρακολούθηση σε κάθε εξάμηνο της προοδευτικής εξέλιξης της αναπηρίας (SAD) (Κλινική απεικόνιση της επιδείνωσης του επιπέδου αναπηρίας ενός ασθενή).

Τα δευτερεύοντα σημεία έκβασης περιλαμβάνουν: Το ποσοστό των ασθενών χωρίς υποτροπή στα δύο έτη, τη μεταβολή στην κλίμακα αναπηρίας EDSS από την αρχική μέτρηση, το ποσοστό μεταβολής στη μαγνητική τομογραφία του όγκου των Τ2-υπέρπυκνων βλαβών στα δύο έτη, τη μεταβολή στην κλίμακα MSCF (Multiple Sclerosis Functional Composite) από την αρχική μέτρηση.

Η αξιολόγηση της αναπηρίας γινόταν σε τακτικά προγραμματισμένες επισκέψεις από ανεξάρτητους, αξιολογητές νευρολόγους που δεν γνώριζαν σε ποια αγωγή ήταν οι ασθενείς. Η υποτροπή καθοριζόταν επίσης από 'τυφλή' επιτροπή.

Σχετικά με το Alemtuzumab

Το alemtuzumab είναι ένα εξανθρωποποιημένο μονοκλωνικό αντίσωμα που μελετάται ως δυνητική θεραπεία για την υποτροπιάζουσα ΠΣ. Το alemtuzumab στοχεύει την γλυκοπρωτεΐνη επιφανείας CD52 η οποία εκφράζεται σε υψηλά επίπεδα στα Τ- και Β-λεμφοκύτταρα. Η αρχική έρευνα υποδεικνύει ότι το alemtuzumab αρχικά καταργεί τα Τ- και Β-κύτταρα που μπορεί να ευθύνονται για τις βλάβες που προκαλούνται στα κύτταρα στην ΠΣ. Αυτή η κατάργηση των Τ- και Β-κυττάρων ακολουθείται από έναν ιδιαίτερο μοτίβο επαναποικισμού λεμφοκυττάρων. Το alemtuzumab φαίνεται να έχει μικρή ή καμία επίδραση σε άλλα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος. Επιπρόσθετα στη μελέτη CARE MS II, ακόμη μία μελέτη Φάσης ΙΙΙ, η CARE MS I, αξιολόγησε το alemtuzumab έναντι της ιντερφερόνης βήτα-1α σε ασθενείς με υποτροπιάζουσα-διαλείπουσα ΠΣ που δεν είχαν λάβει προηγούμενη θεραπεία και επίσης έδειξε μία στατιστικά σημαντική μείωση στο ποσοστό υποτροπής με το alemtuzumab.

http://www.iatronet.gr/newsarticle.asp?art_id=17373

Βλαστικά κύτταρα από τον μυελό των οστών οδηγούν σε μέτρια βελτίωση της καρδιάς που έχει υποστεί βλάβη

Η θεραπεία με βλαστικά κύτταρα μυελού των οστών προσφέρει μέτρια βελτίωση σε ασθενείς με καρδιακή προσβολή, σύμφωνα με μεγάλη επισκόπηση κλινικών δοκιμών.
Η ανάλυση από το Cochrane Collaboration, εξέτασε 33 δοκιμές που αφορούσαν περισσότερους από 1.700 ασθενείς. Αναφέρει ότι χρειάζονται μακροχρόνιες έρευνες για να φανεί αν η πειραματική θεραπεία επηρεάζει το προσδόκιμο επιβίωσης.
Η επισκόπηση έρχεται μια μέρα μετά την αναφορά γιατρών ότι χρησιμοποίησαν καρδιακά κύτταρα για την επιδιόρθωση βλάβης από καρδιακή προσβολή.
Ερευνητές αρχίζουν να δείχνουν ότι η λήψη κυττάρων από την καρδιά, η ανάπτυξη εκατομμυρίων νέων καρδιακών κυττάρων στο εργαστήριο και η έγχυσή τους στην καρδιά μπορεί να μειώσει τον τραυματισμένο ιστό και να οδηγήσει σε νέο καρδιακό μυ.
Ωστόσο οι δοκιμές είναι σε πολύ αρχικό στάδιο και πραγματοποιήθηκαν σε λίγους ασθενείς. Η χρήση παρόμοιας τεχνικής με κύτταρα που ελήφθησαν από το μυελό των οστών που είναι κύρια πηγή βλαστικών κυττάρων έχει πολύ μακρύτερη γενεαλογία.
Η έρευνα εξέτασε στοιχεία 33 δοκιμών με μυελό των οστών που πραγματοποιήθηκαν το 2011.Κατέληξε ότι η θεραπεία μπορεί να οδηγήσει σε μέτρια μακροπρόθεσμη βελτίωση της καρδιακής λειτουργίας που κλινικά θα μπορούσε να είναι πολύ σημαντική. Ανέφερε ότι δεν υπάρχουν ακόμα ενδείξεις για σημαντική επίδραση στη θνησιμότητα σε σύγκριση με τη συμβατική αγωγή. Ωστόσο, αυτό μπορεί να οφείλεται στο μέγεθος των ερευνών και στο ότι οι ασθενείς παρακολουθήθηκαν για μικρή περίοδο.
Ο ερευνητής Dr Enca Martin-Rendon, του John Radcliffe Hospital στην Οξφόρδη, δήλωσε ότι η νέα αγωγή μπορεί ενδεχομένως να οδηγήσει σε μέτρια βελτίωση της καρδιακής λειτουργίας σε σχέση με τις συμβατικές αγωγές. Πρόσθεσε ότι η θεραπεία με βλαστικά κύτταρα μπορεί επίσης να μειώσει τον αριθμό ασθενών που αργότερα πεθαίνουν ή υποφέρουν από καρδιακή ανεπάρκεια αλλά επί του παρόντος υπάρχει έλλειψη σημαντικών στατιστικών ενδείξεων με βάση το μικρό αριθμό ασθενών.
Ο καθηγητής Anthony Mathur, από το Barts και London School of Medicine and Dentistry, είναι επικεφαλής της μεγαλύτερης δοκιμής βλαστικών κυττάρων σε ασθενείς με καρδιακή προσβολή, που έγινε ποτέ.
Ξεκινά φέτος, ωστόσο τα αποτελέσματα πιθανόν θα γίνουν γνωστά αρκετά σύντομα. Θα λάβουν μέρος 3.000 ασθενείς στην Ευρώπη. Θα τους γίνει έγχυση με βλαστικά κύτταρα 5 ημέρες μετά την καρδιακή προσβολή και θα παρακολουθηθούν στη συνέχεια για 2 χρόνια για να διαπιστωθεί αν η θεραπεία επηρεάζει το προσδόκιμο επιβίωσης.

http://www.iatronet.gr/newsarticle.asp?art_id=17371